rescission$69542$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rescission$69542$ - translation to ελληνικό

REMEDY WHICH ALLOWS A CONTRACTUAL PARTY TO CANCEL THE CONTRACT
Rescind; Rescission of contract; Rescinded

rescission      
n. ακύρωση, κατάργηση

Ορισμός

rescission
n.
Rescindment, abrogation, repeal, revocation, annulling, cancelling, abolition.

Βικιπαίδεια

Rescission (contract law)

In contract law, rescission is an equitable remedy which allows a contractual party to cancel the contract. Parties may rescind if they are the victims of a vitiating factor, such as misrepresentation, mistake, duress, or undue influence. Rescission is the unwinding of a transaction. This is done to bring the parties, as far as possible, back to the position in which they were before they entered into a contract (the status quo ante).